Ο μικρός Νάθα ζούσε με τον πατέρα του και την μητέρα του σε ένα μικρό σπίτι, όχι μακριά από την άκρη της μεγάλης ζούγκλας. Κάθε μέρα μπορούσε να δει τα αρχαία δέντρα που ήταν ψηλότερα από τον έβενο και το μαόνι, καθώς και την λάμψη από τις τεράστιες ορχιδέες πάνω στα ερπετά που τις συντρόφευαν. Οι γονείς του, του είπαν ότι δεν πρέπει ποτέ να τολμήσει να μπει μέσα στην ζούγκλα, γιατί η ομορφιά των ψηλών φοινίκων και των λουλουδιών που κρέμονταν, κάλυπταν την κατοικία φοβερών κινδύνων, με φαρμακερά ερπετά και τρομερά τέρατα ανάμεσά τους. Αλλά ο Νάθα σκέφτηκε ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να είναι τόσο όμορφο όσο η ζούγκλα και τον τράβηξαν σαν δόλωμα τα μυστήρια της απεραντότητας, και της μεγάλης και ήσυχης φανταστικής ομορφιάς. Και ονειρεύτηκε ότι τα λουλούδια θα ήταν ακόμη ομορφότερα, και τα δέντρα πιο ψηλά και μεγαλοπρεπή, αν μόνο μπορούσε να τα δει από πιο κοντά. Και ο μικρός Νάθα μεγάλωνε αγαπώντας την ζούγκλα, με μια παράξενη και φοβερή αγάπη.
Μια μέρα, όταν οι γονείς του είχαν φύγει για ένα σύντομο ταξίδι και του είχαν δώσει πολλές συμβουλές και νουθεσίες να αποφύγει το επικίνδυνο μέρος, ο Νάθα άφησε το μικρό σπίτι και, διασχίζοντας τα ανοιχτά λιβάδια όπου του επιτρεπόταν να παίζει, έφτασε κοντά στο απαγορευμένο δάσος. Η μικρή καρδιά του άρχισε να χτυπά σαν τύμπανο όταν οι τερατώδεις φοίνικες και τα βαρυφορτωμένα δέντρα φάνηκαν μπροστά του. Οι σκιές τους ήταν τόσο δροσερές και πράσινες και σκούρες, και είδε τόσα πολλά άνθη, και τόσες πολλές φτέρες και καλοσχηματισμένα φύλλα, και τόσες πολλές πεταλούδες που εξαφανίζονταν και αναδύονταν ανάμεσά τους, και τόσα πολλά εξωτικά άλικα και γαλάζια πουλιά που πετούσαν στα σμαραγδένια σκοτάδια με παράξενα κρωξίματα, που σύντομα ξέχασε κάθε συμβουλή των γονιών του και περιπλανήθηκε περισσότερο και περισσότερο, ακολουθώντας τις πεταλούδες και τα πουλιά.
Και ο Νάθα ήταν πολύ ευτυχισμένος για λίγο, και βρήκε εκατομμύρια πράγματα που μπέρδεψαν, σαγήνεψαν και ευχαρίστησαν το παιδικό του μυαλό. Και μάδησε πολλά λουλούδια, μόνο και μόνο για να τα αφήσει όταν έβρισκε άλλα πού ήταν μεγαλύτερα ή λαμπρότερα. Και αγάπησε τα πλούσια, μεθυστικά αρώματα των λουλουδιών, και αγάπησε τα ωχρά και λαμπερά και οπάλινα χρώματά τους.
Μετά από λίγη ώρα ο Νάθα κουράστηκε, και σκέφτηκε το μικρό του σπίτι και τις φροντίδες της μητέρας του με έναν ξαφνικό πόθο. Και προσπάθησε να βρει τον δρόμο του μέσα στην βαθιά ζούγκλα, αλλά είχε περιπλανηθεί μακριά μέσα στα σμαραγδένια σκοτάδια και όλα τα πράγματα του φαίνονταν διαφορετικά και άγνωστα και δεν μπορούσε να βρει την πορεία από όπου είχε έρθει. Αντί για αυτό, σύντομα χάθηκε ανάμεσα σε δέντρα που ήταν μεγαλύτερα και σκοτεινότερα από αυτά που είχε ήδη δει. Και γύρω του υπήρχαν ωχρά μπουμπούκια πλατιά σαν φεγγάρια, που έχυναν ένα βαρύ κύμα μιας δυνατής φονικής ευωδιάς. Ο Νάθα ήταν λίγο φοβισμένος τώρα και καθώς περιπλανιόταν, η οσμή των λουλουδιών άρχισε να του φέρνει νύστα. Και τα δέντρα έγιναν σκοτεινότερα και ψηλότερα, και τα μπουμπούκια τεράστια και λαμπερά σαν ανατέλλοντες ήλιοι, και του φάνηκε να πνίγεται στα αρώματά τους, σαν σε φιλήδονη παλίρροια. Και ο Νάθα δεν ήταν πλέον φοβισμένος όταν έπεσε ανάμεσα στα μπουμπούκια. Και τα πρόσωπά τους έγειραν και μαράθηκαν πάνω του καθώς βυθίστηκε στον αιώνιο ύπνο.
English original: ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ (The Forbidden Forest)