Ο θρύλος των Μμάτμουορ και Σοντόσμα θα γίνει γνωστός μόνο στους τελευταίους καιρούς της γης, όταν οι χαρούμενοι θρύλοι των νέων εποχών θα έχουν ξεχαστεί. Πριν από τον καιρό που θα ειπωθεί, πολλές εποχές θα έχουν περάσει, θάλασσες θα εξαφανιστούν και νέες ήπειροι θα αναδυθούν. Ίσως εκείνη την ημέρα, να χρησιμεύσει για να ξεγελάσει λίγο την μαύρη φθορά ενός γένους που πεθαίνει, καθώς αναπτύσσεται χωρίς ελπίδα στην λήθη. Θα πω την ιστορία όπως πρέπει να την εξιστορήσει κάποιος στην Ζοθίκ, την τελευταία ήπειρο, κάτω από έναν θολό ήλιο και έναν θλιμμένο ουρανό, όπως τα άστρα βγαίνουν με τρομερή λαμπρότητα πριν έρθει το σούρουπο.
Ο Μμάτμουορ και ο Σοντόσμα ήταν νεκρομάντες που ήρθαν από το σκοτεινό νησί της Ναάτ για να εξασκήσουν τις ανίερες τέχνες τους στην Τιναράθ, πέρα από τις συρρικνωμένες θάλασσες. Αλλά δεν ευδοκίμησαν στην Τιναράθ, γιατί ο θάνατος ήταν ιερός για τους ανθρώπους αυτής της γκρίζας χώρας. Η βεβήλωση της ανυπαρξίας του τάφου, δεν ήταν ελαφρύ πράγμα και το ξύπνημα των νεκρών από τους νεκρομάντες θεωρούνταν αποτρόπαιο.
Έτσι, μετά από λίγο καιρό, ο Μμάτμουορ και ο Σοντόσμα διώχθηκαν από τον θυμό των κατοίκων και αναγκάστηκαν να πάνε στην Σίνκορ, μια έρημο στα νότια, όπου οι μόνοι κάτοικοι ήταν τα κόκαλα και οι μούμιες, από ένα γένος που αποδεκατίστηκε από την πανούκλα σε περασμένους καιρούς.
Η γη που πήγαν, κειτόταν μελαγχολική και λεπρώδης, με ένα χρώμα ωχρό από τον κοκκινισμένο ήλιο. Οι θρυμματισμένες πέτρες και η θανάσιμη ερημιά της άμμου θα δημιουργούσαν φόβο στις καρδιές των κοινών ανθρώπων. Και αφού ωθήθηκαν σ’αυτό το άγονο μέρος χωρίς φαγητό για να συντηρηθούν, τα χάλια που είχαν οι μάγοι θα φαίνονταν απελπιστικά σε κάποιον άλλον. Αλλά χαμογελώντας μυστικά, με τον αέρα των κατακτητών, σαν να πλησίαζαν σε ένα βασίλειο που από καιρό ήθελαν, ο Σοντόσμα και ο Μμάτμουορ προχώρησαν σταθερά μέσα στην Σίνκορ.
Άθικτος μπροστά τους, σε μέρη χωρίς δέντρα και γρασίδι και πάνω από κοίτες ξεραμένων ποταμών, ήταν ο μεγάλος δρόμος που χρησιμοποιούσαν συχνά οι ταξιδιώτες ανάμεσα στην Σίνκορ και στην Τιναράθ. Δεν συνάντησαν τίποτα ζωντανό. Αλλά σύντομα, έφτασαν μπροστά στους σκελετούς ενός αλόγου και του αναβάτη του, που κείτονταν στον δρόμο και ακόμα είχαν τα πολυτελή χαλινάρια και ρούχα που κάποτε φορούσαν στην σάρκα. Και ο Μμάτμουορ και ο Σοντόσμα σταμάτησαν μπροστά στα αξιοθρήνητα κόκαλα, όπου κανένα ίχνος παρακμής δεν υπήρχε και χαμογέλασαν διαβολικά ο ένας στον άλλο.
‘Το άλογο πρέπει να το πάρεις εσύ’ είπε ο Μμάτμουορ, ‘είσαι ο πιο μεγάλος από τους δυο μας και αυτό σου δίνει το δικαίωμα να προηγηθείς. Ο αναβάτης θα υπηρετήσει και τους δύο και θα είναι ο πρώτος της Σίνκορ που θα αφοσιωθεί σε μας’.
Τότε, πάνω στην τεφρώδη άμμο στην άκρη του δρόμου, σχεδίασαν έναν τριπλό κύκλο και αφού στάθηκαν στο κέντρο του, εκτέλεσαν τις αποτρόπαιες τελετουργίες που υποχρεώνουν τους νεκρούς να σηκωθούν από την ήσυχη κενότητά τους και να υπακούουν σε όλα τα πράγματα, την σκοτεινή θέληση των νεκρομαντών. Μετά, ράντισαν με μια τσιμπιά μαγική σκόνη, τα ρουθούνια του άντρα και του αλόγου. Και τα λευκά κόκαλα, τρίζοντας πένθιμα, σηκώθηκαν από εκεί που είχαν πέσει και στάθηκαν έτοιμα να υπηρετήσουν τους αφέντες τους
Και έτσι, όπως είχαν συμφωνήσει, ο Σοντόσμα ίππευσε τον σκελετό του αλόγου, πήρε τα πολυτελή χαλινάρια και ξεκίνησε, σαν διαβολική παρωδία του θανάτου, πάνω στο ωχρό άλογό του. Ο Μμάτμουορ στάθηκε δίπλα του στηριζόμενος ελαφρά σε μια εβένινη ράβδο και ο σκελετός του άντρα, με τα πλούσια ρούχα να κυματίζουν χαλαρά, ακολούθησε από πίσω, σαν υπηρέτης.
Μετά από λίγο, στην γκρίζα έρημο, βρήκαν τα λείψανα κι άλλου αλόγου με τον αναβάτη του, που τα τσακάλια είχαν αφήσει άθικτα και ο ήλιος τα είχε ξεράνει ώστε να μοιάζουν με μούμιες. Τα σήκωσαν και αυτά από τον θάνατο και ο Μμάτμουορ πήδησε στο μαραμένο άλογο. Και οι δύο μάγοι ίππευσαν με επισημότητα σαν ξεπεσμένοι αυτοκράτορες, με μια μούμια και έναν σκελετό να τους συνοδεύουν. Ανάστησαν αμέσως και άλλα κόκαλα και απομεινάρια ανθρώπων και θηρίων που συνάντησαν και έτσι συγκέντρωσαν μια μεγάλη σειρά στην πορεία τους μέσα από την Σίνκορ.
Στο μήκος του δρόμου, καθώς πλησίαζαν στην Γεθλίρεομ που ήταν η πρωτεύουσα, βρήκαν πολυάριθμους τύμβους και νεκροπόλεις, ακόμη άθικτους μετά από τόσα χρόνια, που περιείχαν τυλιγμένες μούμιες που δεν είχαν αλλοιωθεί από τον θάνατο. Όλες αυτές, τις κάλεσαν από την νύχτα των μνημάτων για να υπακούσουν στις προσταγές τους. Μερικές τις διέταξαν να σπείρουν και να καλλιεργήσουν τα λιβάδια της ερήμου και να σηκώσουν νερό από τα βουλιαγμένα πηγάδια. Άλλες τις άφησαν να κάνουν διάφορες δουλειές, σαν αυτές που έκαναν όταν ζούσαν. Η αιώνια σιωπή, έσπασε από τον θόρυβο και την φασαρία μυριάδων δραστηριοτήτων. Και τα λεπτά πτώματα των υφαντουργών έκατσαν στις σαΐτες τους και τα πτώματα των αγροτών ακολούθησαν τα αυλάκια πίσω από ψόφια βόδια.
Εξαντλημένοι από το παράξενο ταξίδι τους και τις συχνά επαναλαμβανόμενες επωδές, ο Μμάτμουορ και ο Σοντόσμα είδαν επιτέλους μπροστά τους, από έναν λόφο της ερήμου, τα ψηλά κωδωνοστάσια και τους ωραίους άθικτους θόλους της Γεθλίρεομ, που φαίνονταν απόκρημνα στο σκοτεινό στάσιμο αίμα του δυσοίωνου λυκόφωτος.
‘Είναι μια όμορφη χώρα’ είπε ο Μμάτμουορ, ‘και εγώ και εσύ θα την μοιραστούμε και θα κρατήσουμε την κυριαρχία πάνω σε όλους τους νεκρούς της και αύριο θα στεφθούμε αυτοκράτορες της Γεθλίρεομ.’
‘Ναι,’ απάντησε ο Σοντόσμα, ‘γιατί δεν υπάρχει κανένας ζωντανός εδώ για να μας αμφισβητήσει. Και αυτοί που καλέσαμε από τον τάφο θα κινούνται και θα αναπνέουν μόνο με την συγκατάθεσή μας και δεν θα εξεγερθούν εναντίον μας.’
Έτσι, μέσα στο κόκκινο λυκόφως που θόλωνε με πορφυρό χρώμα, μπήκαν στην Γεθλίρεομ, πέρασαν από ψηλές χωρίς φώτα επαύλεις και εγκαταστάθηκαν μαζί με την φοβερή ακολουθία τους στο μεγαλοπρεπές εγκαταλελειμμένο παλάτι, όπου η δυναστεία των αυτοκρατόρων της Νίμποθ βασίλευσε για δυο χιλιάδες χρόνια και κυριάρχησε σε όλη την Σίνκορ.
Στους σκονισμένους χρυσούς διαδρόμους, άναψαν τις άδειες λάμπες από όνυχα με τρόπους της πονηρής μαγείας τους και δείπνησαν με βασιλικά φαγητά παλιότερων εποχών που επανέφεραν με τον ίδιο τρόπο. Αρχαία αυτοκρατορικά κρασιά χύθηκαν για αυτούς σε κύπελλα από φεγγαρόπετρα, από τα άσαρκα χέρια των υπηρετών τους, και μέθυσαν, γιόρτασαν και οργίασαν σε φαντασμαγορική λαμπρότητα, αναβάλλοντας για αύριο την ανάσταση αυτών που είχαν πεθάνει στην Γεθλίρεομ
Την σκοτεινή πορφυρή αυγή, σηκώθηκαν εγκαίρως από τα υπέρπλουτα κρεβάτια του παλατιού όπου είχαν κοιμηθεί, γιατί είχαν πολλά να κάνουν ακόμη. Παντού σε εκείνη την ξεχασμένη πόλη, χρησιμοποίησαν τα ξόρκια τους πάνω στους ανθρώπους που είχαν πεθάνει τον τελευταίο χρόνο της πανούκλας και είχαν μείνει άταφοι. Και έχοντας ολοκληρώσει αυτό, πήγαν πέρα από την Γεθλίρεομ, στην άλλη πόλη των ψηλών τάφων και των μεγαλοπρεπών μαυσωλείων, όπου κείτονταν οι αυτοκράτορες της Νίμποθ και οι πιο σοβαροφανείς πολίτες και ευγενείς της Σίνκορ.
Εκεί, ανάγκασαν τους σκελετωμένους σκλάβους να σπάσουν τις σφραγισμένες πόρτες με σφυριά και μετά, με τις αμαρτωλές τυραννικές επωδές τους, κάλεσαν να έρθουν μπροστά οι αυτοκρατορικές μούμιες, ακόμα και οι γηραιότερες της δυναστείας και όλες ήρθαν περπατώντας δύσκαμπτα, με μάτια χωρίς λάμψη και με πλούσιες φορεσιές ραμμένες με κοσμήματα που έλαμπαν σαν φωτιά. Και αργότερα ανάστησαν, σε μια παρωδία της ζωής, πολλές γενεές αυλικών και τιτλούχων.
Κινούμενοι σε επίσημη πομπή, με σκοτεινά, αλαζονικά και κοίλα πρόσωπα, οι νεκροί αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες της Σίνκορ, έδειξαν υπακοή στον Μμάτμουορ και τον Σοντόσμα και τους ακολούθησαν, σαν μια σειρά από αιχμαλώτους, μέσα σε όλους τους δρόμους της Γεθλίρεομ. Μετά, στο τεράστιο δωμάτιο του θρόνου του παλατιού, οι νεκρομάντες ανέβηκαν στον ψηλό διπλό θρόνο, όπου δίκαιοι κυβερνήτες είχαν κάτσει παλιά μαζί με τις συντρόφους τους. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους αυτοκράτορες, πήραν σε μια λαμπρή και πένθιμη τελετή το αρχοντικό στέμμα, από τα ζαρωμένα χέρια του Χέσταϊγιον, του μεγαλύτερου της σειράς των Νίμποθ, που βασίλευσε σε σχεδόν μυθικά χρόνια. Τότε, όλοι οι απόγονοι του Χέσταϊγιον, που σε μεγάλο πλήθος είχαν γεμίσει την αίθουσα, ζητωκραύγασαν με άτονες υπόηχες φωνές την κυριαρχία του Μμάτμουορ και του Σοντόσμα.
Έτσι, οι εξόριστοι νεκρομάντες, βρήκαν για τους εαυτούς τους ένα βασίλειο και υπηκόους, σε μια έρημη άγονη γη όπου οι άνθρωποι της Τιναράθ τους είχαν οδηγήσει για να χαθούν. Σαν υπέρτατοι βασιλιάδες πάνω σε όλους τους νεκρούς της Σίνκορ, με την αρετή της τρομερής μαγείας τους, εξασκούσαν έναν απαίσιο δεσποτισμό. Τιμές έφερναν σε αυτούς, άσαρκοι κλητήρες από απομακρυσμένα βασίλεια. Πτώματα φαγωμένα από την πανούκλα και ψηλές μούμιες αρωματισμένες με νεκρικά βάλσαμα έκαναν τα θελήματά τους στην Γεθλίρεομ ή έφερναν σε σωρούς μπροστά στα άπληστα μάτια τους, από ανεξάντλητους θαλάμους, χρυσάφια σκεπασμένα με ιστούς αράχνης και σκονισμένους πολύτιμους λίθους περασμένων χρόνων.
Νεκροί εργάτες, έκαναν τους κήπους του παλατιού να ανθίσουν με λουλούδια χαμένα από καιρό. Πτώματα και σκελετοί μοχθούσαν για αυτούς στα ορυχεία, ή έφτιαχναν ψηλούς πύργους στον ήλιο που πέθαινε. Θαλαμηπόλοι και πρίγκιπες παλιών καιρών ήταν οι οινοχόοι τους και έγχορδα όργανα έπαιζαν για την ευχαρίστησή τους από τα λεπτά χέρια αυτοκρατειρών με χρυσά μαλλιά που δεν είχαν ξεθωριάσει από την νύχτα του τάφου. Τις καλύτερες από αυτές, όσες δεν είχαν καταστραφεί πολύ από την πανούκλα και το σκουλήκι, τις πήραν για ερωμένες τους και τις ανάγκασαν να ικανοποιούν τον νεκροφιλικό τους πόθο.
Οι κάτοικοι της Σίνκορ, έκαναν τα πράγματα που έκαναν και όταν ζούσαν, αλλά τώρα πλέον, με την θέληση των Μμάτμουορ και Σοντόσμα. Μιλούσαν, κινούνταν, έτρωγαν και έπιναν όπως όταν ήταν στη ζωή. Άκουγαν, έβλεπαν και ένοιωθαν με την ομοιότητα των αισθήσεων που είχαν πριν τον θάνατο, αλλά τα μυαλά τους ήταν υπόδουλα από την απαίσια νεκρομαντεία. Η θύμηση των προηγούμενων υπάρξεών τους ήταν πολύ αμυδρή και η κατάσταση στην οποία είχαν καλεστεί ήταν άδεια, προβληματική και σκιώδης. Το αίμα τους έρεε κρύο και πηχτό, αναμιγμένο με το νερό της λήθης, οι ατμοί της οποίας συννέφιαζαν τα μάτια τους.
Βουβά υπάκουγαν τις διαταγές των τυραννικών κυρίων τους, χωρίς να επαναστατούν ή να διαμαρτύρονται αλλά γεμάτοι με αυτή την αμυδρή, απεριόριστη κούραση που μόνο οι νεκροί γνωρίζουν, όταν έχουν μεθύσει από τον αιώνιο ύπνο και καλούνται για ακόμα μια φορά στην πικρότητα της θνητής ύπαρξης. Δεν γνώριζαν κανένα πάθος, επιθυμία ή ευχαρίστηση, μόνο την μαύρη χαύνωση του ξυπνήματος από την λήθη και ένα γκρίζο, ακατάπαυστο πάθος για να γυρίσουν στον αδιατάρακτο ύπνο τους.
Νεώτερος και τελευταίος από τους αυτοκράτορες της Νίμποθ ήταν ο Ιλλέιρο, που είχε πεθάνει τον πρώτο μήνα της πανώλης και είχε μείνει σε ένα ψηλό μαυσωλείο για διακόσια χρόνια, πριν τον ερχομό των νεκρομαντών.
Αναστημένος μαζί με τους ανθρώπους του και τους πατέρες του για να ακολουθήσει τους τυράννους, ο Ιλλέιρο κατάλαβε την κενότητα της ύπαρξής του χωρίς αντίδραση και δεν ένιωσε καμία έκπληξη. Αποδέχτηκε την ανάσταση την δικιά του και αυτή των προγόνων του, όπως κάποιος αποδέχεται τις προσβολές και τα θαύματα ενός ονείρου. Ήξερε ότι είχε έρθει σε έναν μαραμένο ήλιο, σε έναν κούφιο και φασματικό κόσμο, σε μια σειρά πραγμάτων όπου η θέση του ήταν απλώς αυτή μιας υπάκουης σκιάς. Αλλά στην αρχή είχε ενοχληθεί μόνο, όπως και οι άλλοι, από μια αμυδρή εξάντληση και μια σβησμένη πείνα για την χαμένη λήθη.
Ναρκωμένος από την μαγεία των κυρίων του, αδύναμος από την μακρόχρονη αδράνεια του θανάτου, παρατηρούσε σαν υπνοβάτης τις υπερβολές στις οποίες υποβάλλονταν οι πατέρες του. Με κάποιο τρόπο όμως, μετά από πολλές μέρες, μια ασθενική σπίθα άναψε στο πηχτό λυκόφως του μυαλού του.
Σαν κάτι χαμένο και ανεπανόρθωτο πίσω από τεράστιους κόλπους, θυμήθηκε το μεγαλείο της βασιλείας του στην Γεθλίρεομ και την χρυσή υπερηφάνεια και αγαλλίαση που ένιωθε όταν ήταν νέος. Και ανακαλώντας αυτά, ένιωσε ένα αόριστο αίσθημα επανάστασης και μια αμυδρή δυσφορία απέναντι στους μάγους που τον είχαν υποβάλει σε αυτή την ολέθρια κοροϊδία της ζωής. Θλιμμένα, άρχισε να θρηνεί για την εξευτελιστική κατάστασή του και την πένθιμη θέση των προγόνων και των ανθρώπων του.
Μέρα με την μέρα, σαν οινοχόος στα δωμάτια που παλιά εξουσίαζε, ο Ιλλέιρο είδε αυτά που έκαναν ο Μμάτμουορ και ο Σοντόσμα. Είδε τις σκληρές ιδιοτροπίες τους, τα αυξανόμενα μεθύσια και την λαιμαργία τους. Τους έβλεπε να κυλιούνται στην νεκρομαντική τους πολυτέλεια, να γίνονται χαλαροί, νωθροί και να παραδίδονται στο πάχος. Αμέλησαν την μελέτη της τέχνης τους και ξέχασαν πολλά από τα ξόρκια τους. Αλλά ακόμα εξουσίαζαν, δυνατοί και φοβεροί. Και ξαπλώνοντας σε πορφυρούς και κόκκινους καναπέδες, σχεδίαζαν να οδηγήσουν έναν στρατό από νεκρούς εναντίον της Τιναράθ.
Ονειρευόμενοι κατακτήσεις και υπέρτατες νεκρομαντείες, έγιναν χοντροί και νωθροί σαν σκουλήκια που εγκαταστάθηκαν σε τάφους γεμάτους αποσύνθεση. Και μαζί με την αμέλεια και την τυραννία τους, η φωτιά της επανάστασης ανέβηκε στην σκοτεινή καρδιά του Ιλλέιρο, σαν φλόγα που πνίγει την υγρασία της λήθης. Και σύντομα μαζί με την οργή του που αυξήθηκε, επέστρεψε σε αυτόν λίγη από την δύναμη και την αποφασιστικότητα που είχε στην ζωή. Βλέποντας την τυραννία των καταπιεστών και ξέροντας την αδικία που είχε γίνει, άκουσε μέσα στο μυαλό του τις κραυγές των καταπνιγμένων φωνών που απαιτούσαν εκδίκηση.
Μέσα στους διαδρόμους του παλατιού της Γεθλίρεομ, ο Ιλλέιρο κινήθηκε σιωπηλά ανάμεσα στους πατέρες του, ακούγοντας τις προσταγές των αφεντών του και στάθηκε περιμένοντας τις διαταγές τους. Έχυσε στα κύπελλά τους από όνυχα κόκκινα κρασιά πού είχαν φέρει με μαγεία από λόφους πέρα από έναν νεότερο ήλιο. Υποτάχτηκε στις βρισιές και στις προσβολές τους. Και νύχτα με την νύχτα τους έβλεπε να κουτουλάνε από το μεθύσι ώσπου να πέσουν για ύπνο, ξαναμμένοι και χοντροί μέσα στην αλαζονική λαμπρότητά τους.
Υπήρχαν πολύ λίγες κουβέντες ανάμεσα στους ζωντανούς νεκρούς. Πατέρες και γιοι, μητέρες και κόρες, εραστές και ερωμένοι, προχωρούσαν χωρίς να αναγνωρίζονται και χωρίς σχόλια για την άσχημη μοίρα τους. Αλλά επιτέλους, μία νύχτα, όταν οι τύραννοι είχαν κοιμηθεί και οι φλόγες ταλαντεύονταν στις νεκρομαντικές τους λάμπες, ο Ιλλέιρο συμβουλεύτηκε τον Χέσταïγιον, τον γηραιότερο πρόγονό του που είχε την φήμη μεγάλου και μυθικού μάγου και λεγόταν ότι ήξερε την μυστική γνώση της αρχαιότητας.
Ο Χέσταïγιον πήγε μακριά από τους άλλους, σε μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Είχε χρώμα καστανό και φαινόταν μαραμένος μέσα στα μουμιοποιημένα ρούχα που φορούσε και τα χωρίς λάμψη μάτια του φαίνονταν να ατενίζουν την κενότητα. Έμοιαζε σαν να μην άκουσε τις ερωτήσεις του Ιλλέιρο, αλλά με την ώρα, με ένα ξερό, τρεμουλιαστό ψιθύρισμα, αποκρίθηκε:
‘Είμαι γέρος, η νύχτα του τάφου ήταν μεγάλη και έχω ξεχάσει πολλά, αλλά ψηλαφώντας πέρα από το κενό του θανάτου ίσως καταφέρω να επανορθώσω λίγη από την παλιά μου γνώση και να επινοήσω κάποιον τρόπο για να απελευθερωθούμε.’ Και ο Χέσταïγιον έψαξε ανάμεσα στα ξεφτίσματα της μνήμης του, σαν κάποιον που φτάνει σε ένα σκουληκιασμένο μέρος όπου τα κρυμμένα αρχεία των αρχαίων καιρών έχουν σαπίσει στα καλύμματά τους, ώσπου τελικά κάτι θυμήθηκε και είπε:
‘Θυμάμαι ότι κάποτε ήμουν ένας ισχυρός μάγος και ανάμεσα σε όλα τα πράγματα, γνώριζα και τα ξόρκια της νεκρομαντείας, αλλά δεν είχα ασχοληθεί μαζί τους, καθώς είχα κρίνει την χρήση τους και το σήκωμα των νεκρών απεχθείς πράξεις. Κατείχα όμως και άλλες αρχαίες γνώσεις και ίσως ανάμεσα στα λείψανά τους, να υπάρχει κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει για να μας οδηγήσει κάπου. Θυμάμαι μια αμυδρή, αμφίβολη προφητεία που είχε γίνει τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Γεθλίρεομ και της αυτοκρατορίας της Σίνκορ. Η προφητεία ήταν, ότι ένα κακό μεγαλύτερο από τον θάνατο θα πέσει στους αυτοκράτορες και τους κατοίκους της Σίνκορ σε μελλοντικούς χρόνους και ότι ο πρώτος και ο τελευταίος της δυναστείας των Νίμποθ, δουλεύοντας μαζί, θα βρουν έναν τρόπο που θα έχει αποτέλεσμα την αποδέσμευση και την άρση της κατάρας. Η προφητεία δεν έλεγε ποια θα είναι η κατάρα, αλλά έλεγε ότι οι δυο αυτοκράτορες θα μάθουν την λύση του προβλήματος, αν σπάσουν το αρχαίο πήλινο είδωλο που φυλάει τον χαμηλότερο θάλαμο, κάτω από το αυτοκρατορικό παλάτι της Γεθλίερομ.’
Τότε, έχοντας ακούσει την προφητεία από τα μαραμένα χείλη του προγόνου του, ο Ιλλέιρο συλλογίστηκε για λίγο και είπε:
‘Θυμάμαι τώρα ένα απόγευμα όταν ήμουν νέος, ότι καθώς έψαχνα βαριεστημένα τους ασυνήθιστους θαλάμους του παλατιού, όπως ένα μικρό αγόρι μπορεί να κάνει, βρέθηκα στον τελευταίο θάλαμο και βρήκα μέσα ένα σκονισμένο, δύσμορφο είδωλο από πηλό που η εμφάνισή του και η όψη του ήταν άγνωστες σε μένα. Και μην ξέροντας την προφητεία, γύρισα απογοητευμένος, το ίδιο βαριεστημένα όπως όταν είχα έρθει, για να αναζητήσω το αμυδρό φως του ήλιου.’
Τότε, ξεγλιστρώντας από τους απρόσεκτους συγγενείς τους και κρατώντας διακοσμημένες λάμπες που πήραν από το δωμάτιο, ο Χέσταïγιον και ο Ιλλέιρο πήγαν κάτω από το παλάτι ακολουθώντας υπόγεια σκαλοπάτια και, προχωρώντας σαν αδυσώπητες ύπουλες σκιές στους λαβύρινθους των σκοτεινών διαδρόμων, έφτασαν στην χαμηλότερη κρύπτη.
Εκεί, μέσα στην μαύρη σκόνη και στους ιστούς που είχαν υφάνει αράχνες σε ένα αμνημόνευτο παρελθόν, βρήκαν όπως το είχαν πιστέψει, το πήλινο είδωλο, που τα βάναυσα χαρακτηριστικά του ήταν αυτά ενός ξεχασμένου γήινου θεού. Και ο Ιλλέιρο σύντριψε το είδωλο με ένα κομμάτι πέτρας και μαζί με τον Χέσταïγιον πήραν από το κούφιο κέντρο του ένα μεγάλο σπαθί από ασκούριαστο ατσάλι, ένα βαρύ κλειδί από αξεθώριαστο μπρούντζο και πλάκες από λαμπερό ορείχαλκο όπου ήταν γραμμένα τα διάφορα πράγματα που έπρεπε να γίνουν ώστε η Σίνκορ να απαλλαγεί από την μαύρη βασιλεία των νεκρομαντών και οι άνθρωποι να γυρίσουν πίσω στην λήθη του θανάτου.
Έτσι, με το κλειδί από αξεθώριαστο μπρούντζο, ο Ιλλέιρο ξεκλείδωσε, σύμφωνα με τις οδηγίες των πλακών, μια χαμηλή και στενή πόρτα στο τέλος του κατώτερου θαλάμου πίσω από το σπασμένο είδωλο. Και μαζί με τον Χέσταïγιον είδαν, όπως είχε προφητευτεί, τα ελικοειδή σκαλοπάτια από μαύρη πέτρα που οδηγούσαν κάτω σε ανεξερεύνητες αβύσσους, όπου έκαιγαν ακόμη οι βυθισμένες φωτιές της γης. Και αφήνοντας τον Ιλλέιρο να φρουρεί την ανοιχτή πόρτα, ο Χέσταïγιον πήρε το σπαθί από ασκούριαστο ατσάλι στο χέρι του και πήγε πίσω στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν οι νεκρομάντες πάνω στους κόκκινους και πορφυρούς καναπέδες, με τους χλωμούς, αναίμακτους νεκρούς να περιμένουν κοντά τους σε υπομονετικές σειρές.
Εμψυχωμένος από την αρχαία προφητεία και την γνώση από τις λαμπρές πλάκες, ο Χέσταïγιον σήκωσε το μεγάλο σπαθί και έκοψε το κεφάλι του Μμάτμουορ και το κεφάλι του Σοντόσμα, το καθένα με ένα μοναδικό χτύπημα. Τότε, όπως ανέφεραν οι οδηγίες, έκοψε τα σώματα σε τέσσερα μέρη με δυνατά χτυπήματα. Και οι νεκρομάντες έδωσαν τις ακάθαρτες ζωές τους και έμειναν ανάσκελα χωρίς να κινούνται, προσθέτοντας ένα βαθύτερο κόκκινο και μια λαμπρότερη απόχρωση στο μελαγχολικό πορφυρό των καναπέδων.
Τότε, στους συγγενείς του που στέκονταν αμίλητοι χωρίς να συνειδητοποιούν την απελευθέρωσή τους, η σεβάσμια μούμια του Χέσταïγιον μίλησε με εξουσιαστικά μουρμουρητά, σαν βασιλιάς που δίνει διαταγές στα παιδιά του. Οι νεκροί αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες ανακινήθηκαν, όπως τα φθινοπωρινά φύλλα σε ξαφνικό άνεμο και ένας ψίθυρος πέρασε ανάμεσά τους και πήγε μπροστά από το παλάτι για να συνεχιστεί κατά μήκος όλων των δρόμων και να ακουστεί από όλους τους νεκρούς της Σίνκορ.
Όλη αυτή την νύχτα και στην διάρκεια της σκοτεινής μέρας που ακολούθησε, με ταλαντευόμενους πυρσούς ή με το φως του χλωμού ήλιου, ένας ατελείωτος στρατός από πτώματα φαγωμένα από την πανούκλα και ρακένδυτων σκελετών, χύθηκαν σε έναν ωχρό χείμαρρο μέσα στους δρόμους της Γεθλίερομ και μέσα από τα δωμάτια του παλατιού, όπου ο Χέσταïγιον στεκόταν φρουρός πάνω από τους σφαγμένους νεκρομάντες. Ασταμάτητα, με αόριστα, θαμπά μάτια, προχωρούσαν σαν κατευθυνόμενες σκιές, να αναζητήσουν τους υπόγειους θαλάμους κάτω από το παλάτι και να περάσουν από την ανοιχτή πόρτα του τελευταίου θαλάμου όπου περίμενε ο Ιλλέιρο και να κατέβουν τα χιλιάδες χιλιάδων σκαλιά που οδηγούν στο χείλος του χάσματος όπου έβραζαν εξασθενημένες οι φωτιές της γης. Εκεί, από το χείλος του χάσματος, ρίχνονταν στον δεύτερο θάνατο και τον καθαρό εκμηδενισμό των απύθμενων φλογών.
Αλλά αφού όλοι είχαν λυτρωθεί, ο Χέσταïγιον παρέμεινε ακόμη, μόνος στο μαραμένο ηλιοβασίλεμα δίπλα στα σφαγμένα πτώματα των Μμάτμουορ και Σοντόσμα. Τότε, όπως τον είχαν καθοδηγήσει οι πλάκες, δοκίμασε τα ξόρκια της αρχαίας νεκρομαντείας που γνώριζε από την πρότερη σοφία του και καταράστηκε τα διαμελισμένα πτώματα με την αιώνια ζωή μέσα στον θάνατο, αυτή την ίδια που ο Μμάτμουορ με τον Σοντόσμα είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν στους ανθρώπους της Σίνκορ. Κατάρες ειπώθηκαν από τα ωχρά χείλη και τα κεφάλια κύλησαν φρικτά με μάτια που ακτινοβολούσαν και τα μέλη και τα σώματα συστράφηκαν στους αυτοκρατορικούς καναπέδες μέσα στο πηγμένο αίμα. Τότε, χωρίς να κοιτάξει πίσω, ξέροντας ότι όλα είχαν γίνει όπως είχε οριστεί και προβλεφθεί από την αρχή, η μούμια του Χέσταïγιον άφησε τους νεκρομάντες στην καταδίκη τους και πήγε κουρασμένα μέσα από τον σκοτεινό λαβύρινθο των θαλάμων να συναντήσει τον Ιλλέιρο.
Έτσι, στην γαλήνια σιωπή, χωρίς να χρειάζεται να πουν τίποτα άλλο, ο Ιλλέιρο και ο Χέσταïγιον πέρασαν από την ανοιχτή πόρτα του κατώτερου θαλάμου και ο Ιλλέιρο κλείδωσε την πόρτα πίσω τους με το κλειδί από αξεθώριαστο μπρούντζο. Και έτσι, από τα ελικοειδή σκαλοπάτια, πήγαν στο χείλος των βυθισμένων φλογών και έγιναν ένα με τους συγγενείς και τους ανθρώπους τους σε μια τελική, ύστατη ανυπαρξία.
Αλλά για τον Μμάτμουορ και τον Σοντόσμα, οι άνθρωποι λένε ότι τα τεμαχισμένα τους σώματα σέρνονται στην Γεθλίερομ μέχρι αυτή την μέρα, χωρίς να βρίσκουν γαλήνη ή ανάπαυλα στην καταδίκη της ζωής μέσα στον θάνατο και ψάχνοντας μάταια μέσα στην μαύρη μάζα των κατώτερων θαλάμων την πόρτα που είναι κλειδωμένη από τον Ιλλέιρο.
English original: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΩΝ (The Empire of the Necromancers)